- αΐστωσις
- ἀΐστωσις, -εως, η (Α) [ἀιστόω]έκλειψη, εξαφάνιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αϊστόω — ἀιστόω και ᾀστόω (Α) 1. κάνω κάποιον ή κάτι άφαντο, αφανίζω, καταστρέφω 2. φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄιστος. ΠΑΡ. αρχ. ἀίστωσις, αἰστωτήριος] … Dictionary of Greek